- νεόδρεπτος,
- νεό-δρεπτος, u. νεο-δρεπής, ές, neu, frisch gepflückt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεόδρεπτος — νεόδρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που κόπηκε πρόσφατα 2. (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα άνθη («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δρεπτος (< δρέπτω «κόβω»), πρβλ. ά δρεπτος] … Dictionary of Greek
νεοδρέπτοις — νεόδρεπτος fresh plucked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδρέπτου — νεόδρεπτος fresh plucked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδρέπτους — νεόδρεπτος fresh plucked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδρέπτων — νεόδρεπτος fresh plucked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοδρεπής — νεοδρεπής, ές (Α) νεόδρεπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δρεπής (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. αρτι δρεπής] … Dictionary of Greek
νεόδροπος — νεόδροπος, ον (Α) νεόδρεπτος* («κλάδοισι νεοδρόποις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό δροπος, ωμό δροπος] … Dictionary of Greek